- δύστομος
- δύστομοςhard-mouthedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύστομος — (I) δύστομος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που έχει ατιθάσευτο στόμα, απείθαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + στόμα]. (II) δύστομος, ον (Α) αυτός που κόβεται δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + τομος < τέμνω] … Dictionary of Greek
δύστομον — δύστομος hard mouthed masc/fem acc sg δύστομος hard mouthed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστομώτερα — δύστομος hard mouthed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστόμων — δύστομος hard mouthed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)